- παρμόνιμος
- παρμόνῐμος1 abiding by c. dat. οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν pr. P. 7.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
παρμόνιμος — ον, Α βλ. παραμόνιμος … Dictionary of Greek
παρμόνιμον — παρμόνιμος masc acc sg παρμόνιμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρμονίμαν — παρμονίμᾱν , παρμόνιμος fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)